ξυμφορα

ξυμφορα
    ξυμφορά
    συμ-φορά
    ион. συμφορή ἥ
    1) взнос
    

τὸ δεῖπνον ἀπὸ συμφορῶν Luc. — обед в складчину

    2) стечение обстоятельств, случайность, тж. случай, происшествие
    

(συμφοραὴ ἐσθλαί Eur.; σ. ἄχαρις Her.)

    συμφοραὴ βίου Aesch., Soph. — житейские превратности;
    πρὸς τὰς ξυμφορὰς καὴ τὰς γνώμας τρέπεσθαι Thuc. — менять свои убеждения в соответствии с обстоятельствами

    3) исход
    

αἱ ξυμφοραὴ τῶν πραγμάτων Thuc. — исход, событий;

    αἱ ξυμφοραὴ τῶν βουλευμάτων Soph. — результат советов

    4) несчастная случайность, несчастье, беда
    

ἐπὴ συμφορέν ἐμπίπτειν Her. — стать жертвой несчастного случая;

    τῇ συμφορῇ κεχρημένος Her. — постигнутый несчастьем;
    συμφοράν τι ποιεῖσθαι Her., νομίζειν Xen. или ἡγεῖσθαι Plat. — считать что-л. несчастьем;
    κοινέ τῶν Ἑλλήνων σ. Aeschin. — несчастье (бич) всей Эллады

    5) счастливое происшествие, благополучный исход Aesch., Soph.
    

πίνειν ἐπὴ συμφοραῖς Simonides ap. Arph. — пить за счастье

    6) проступок, преступление
    

ἐν τῷ προσώπῳ γραφεὴς τέν συμφοράν Plat. — с наложенным на лицо клеймом за преступление


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Полезное


Смотреть что такое "ξυμφορα" в других словарях:

  • ξυμφορᾷ — συμφορᾷ , συμφορά bringing together fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφορά — συμφορά̱ , συμφορά bringing together fem nom/voc/acc dual συμφορά̱ , συμφορά bringing together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμφορα — σύμφορα , σύμφορος accompanying neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • κατάντης — ες (Α κατάντης, κάταντες) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατάντη τα προς τα κάτω μέρη («τα κατάντη τού ποταμού» τα μέρη τού ποταμού που βρίσκονται προς τις εκβολές) αρχ. 1. κατωφερής, απόκρημνος, επικλινής («το δ ἄλλο στράτευμα... ἐν τῷ… …   Dictionary of Greek

  • πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»